λιθο-
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- λιθο- < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική λιθο- < λίθο(ς)
- για νεότερα σύνθετα, επιστημονικούς όρους < λόγιο ενδογενές δάνειο: διαγλωσσική ορολογία litho-, όπως η γαλλική litho- < αρχαία ελληνική λίθος [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /li.θo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λι‐θο-
Πρόθημα
λιθο-, λιθό- & λιθ- πριν από φωνήεν
- πρώτο συνθετικό που αναφέρεται
- στον λίθο, την πέτρα ή σε πετρώματα
- λιθοδομή, λιθοβολώ, λιθογενής
- λιθόσφαιρα, λιθόχτιστος
- ≈ συνώνυμα: πετρο-
- (ιατρική) στην παθολογική δημιουργία λίθων σε όργανα του σώματος και στον τρόπο θεραπείας τους
- στον λίθο, την πέτρα ή σε πετρώματα
Σύνθετα
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα λιθο- στο Βικιλεξικό
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα λιθό- στο Βικιλεξικό
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα λιθ- στο Βικιλεξικό
Πηγές
- λιθο- - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- λιθο- < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική λιθο- < λίθο(ς)
Πρόθημα
λιθο-, λιθό- & λιθ- πριν από φωνήεν
- όπως λιθο-, πρώτο συνθετικό που αναφέρεται στον λίθο, την πέτρα
- λιθοκαμωμένος, λιθοκάρδιος
- λιθόστρωτος
- λιθάργυρος
Σύνθετα
- Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με πρόθημα λιθο- στο Βικιλεξικό
- Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με πρόθημα λιθό- στο Βικιλεξικό
- Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με πρόθημα λιθ- στο Βικιλεξικό
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- λιθο- < λίθο(ς)
Πρόθημα
λιθο-, λιθό- & λιθ- πριν από φωνήεν
- όπως λιθο-, πρώτο συνθετικό που αναφέρεται στον λίθο, την πέτρα
- λιθοβολέω, λιθογλύφος
- λιθόστρωτος
- λιθαγωγός, λιθέμπορος
Σύνθετα
- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα λιθο- στο Βικιλεξικό
- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα λιθό- στο Βικιλεξικό
- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα λιθ- στο Βικιλεξικό
Πηγές
- Λέξεις λιθ- @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
Αναφορές
- λιθο- - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.