απολιθωμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | απολιθωμένος | η | απολιθωμένη | το | απολιθωμένο |
| γενική | του | απολιθωμένου | της | απολιθωμένης | του | απολιθωμένου |
| αιτιατική | τον | απολιθωμένο | την | απολιθωμένη | το | απολιθωμένο |
| κλητική | απολιθωμένε | απολιθωμένη | απολιθωμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | απολιθωμένοι | οι | απολιθωμένες | τα | απολιθωμένα |
| γενική | των | απολιθωμένων | των | απολιθωμένων | των | απολιθωμένων |
| αιτιατική | τους | απολιθωμένους | τις | απολιθωμένες | τα | απολιθωμένα |
| κλητική | απολιθωμένοι | απολιθωμένες | απολιθωμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- απολιθωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου απολιθώνω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.