απομίμηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | απομίμηση | οι | απομιμήσεις |
| γενική | της | απομίμησης* | των | απομιμήσεων |
| αιτιατική | την | απομίμηση | τις | απομιμήσεις |
| κλητική | απομίμηση | απομιμήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, απομιμήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- απομίμηση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
απομίμηση θηλυκό
- η κατασκευή ενός αντιγράφου που προσπαθεί να μιμηθεί ένα γνωστό πρωτότυπο έργο
- το εμπορικό προϊόν που προσπαθεί να μιμηθεί το αντίστοιχο που κατασκευάζεται/παρασκευάζεται από γνωστές μεγάλες εταιρείες, συνήθως χαμηλότερης ποιότητας και τιμής από το γνήσιο
Συγγενικά
- απομιμούμαι
- → δείτε τη λέξη μίμηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.