μαγνήτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μαγνήτης οι μαγνήτες
      γενική του μαγνήτη των μαγνητών
    αιτιατική τον μαγνήτη τους μαγνήτες
     κλητική μαγνήτη μαγνήτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μαγνήτης < (αρσενικό) (ελληνιστική κοινή) Μαγνήτης (λίθος) < (θηλυκό) αρχαία ελληνική Μαγνῆτις (λίθος) < Μάγνης

Ουσιαστικό

μαγνήτης αρσενικό

  1. αρχαία ελληνική το χαρακτηριστικό πέτρωμα της Μαγνησίας της Μικράς Ασίας
  2. σώμα το οποίο έχει μαγνητικές ιδιότητες. Διακρίνεται σε μόνιμο και προσωρινό

Σύνθετα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.