λιθαράκι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λιθαράκι τα λιθαράκια
      γενική
    αιτιατική το λιθαράκι τα λιθαράκια
     κλητική λιθαράκι λιθαράκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λιθαράκι < λιθάρι + υποκοριστικό επίθημα -άκι < μεσαιωνική ελληνική λιθάρι < (ελληνιστική κοινή) λιθάριον, υποκοριστικό τού (αρχαία ελληνικά) λίθος

Ουσιαστικό

λιθαράκι ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.