απολίθωμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | απολίθωμα | τα | απολιθώματα |
| γενική | του | απολιθώματος | των | απολιθωμάτων |
| αιτιατική | το | απολίθωμα | τα | απολιθώματα |
| κλητική | απολίθωμα | απολιθώματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- απολίθωμα < απολιθώνω + -μα (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική pétrification / fossile)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.