ακρογωνιαίος λίθος
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ακρογωνιαίος λίθος → δείτε τις λέξεις ακρογωνιαίος και λίθος
Πολυλεκτικός όρος
ακρογωνιαίος λίθος αρσενικό
- ο λίθος, το αγκωνάρι που βρίσκεται στη βάση της εξωτερικής γωνίας δύο τοίχων
- (μεταφορικά) το θεμέλιο, η βάση μιας σχέσης, ενός θεσμού κλπ
- η αγάπη είναι ο ακρογωνιαίος λίθος της οικογένειας
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
ακρογωνιαίος λίθος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.