αλχημιστής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αλχημιστής | οι | αλχημιστές |
| γενική | του | αλχημιστή | των | αλχημιστών |
| αιτιατική | τον | αλχημιστή | τους | αλχημιστές |
| κλητική | αλχημιστή | αλχημιστές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αλχημιστής < (άμεσο δάνειο) γαλλική alchimiste
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη αλχημεία
Μεταφράσεις
αλχημιστής
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.