στόκος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | στόκος | οι | στόκοι |
| γενική | του | στόκου | των | στόκων |
| αιτιατική | τον | στόκο | τους | στόκους |
| κλητική | στόκε | στόκοι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- στόκος < (άμεσο δάνειο) βενετική stuco < παλαιοϊταλική stucco < λομβαρδική stucki / stucchi / stuhhi (κρούστα, κομμάτι) < πρωτογερμανική *stukkiją (ραβδί, κούτσουρο) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *(s)tewg- < *s)tew- (ωθώ, χτυπώ)
Ουσιαστικό
στόκος αρσενικό
Συγγενικά
- αστοκάριστος
- στοκαδόρος
- στοκαρισμένος
- στοκάρισμα
- στοκάρω
Σύνθετα
- σιδηρόστοκος
- τσιμεντόστοκος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.