στόκος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο στόκος οι στόκοι
      γενική του στόκου των στόκων
    αιτιατική τον στόκο τους στόκους
     κλητική στόκε στόκοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

στόκος < (άμεσο δάνειο) βενετική stuco < παλαιοϊταλική stucco < λομβαρδική stucki / stucchi / stuhhi (κρούστα, κομμάτι) < πρωτογερμανική *stukkiją (ραβδί, κούτσουρο) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *(s)tewg- < *s)tew- (ωθώ, χτυπώ)

Ουσιαστικό

στόκος αρσενικό

  1. εύπλαστη μάζα από μείγμα ασβεστολιθικής σκόνης και λινελαίου, που γίνεται σκληρή όταν μείνει στον αέρα. Xρησιμοποιείται για να κλείνει σχετικά μικρές ρωγμές ή για να καλύπτει ανωμαλίες σε μια επιφάνεια, όπως σε τοίχο, σε ξύλινη ή μεταλλική κατασκευή
     συνώνυμα: γυψομάρμαρο
  2. (οικείο) χαρακτηρισμός για άνθρωπο βλάκα

Συγγενικά

Σύνθετα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.