γαλαζόπετρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | γαλαζόπετρα | οι | γαλαζόπετρες |
| γενική | της | γαλαζόπετρας | — | |
| αιτιατική | τη | γαλαζόπετρα | τις | γαλαζόπετρες |
| κλητική | γαλαζόπετρα | γαλαζόπετρες | ||
| Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- γαλαζόπετρα < γαλάζ(ιος) + -ό- + πέτρα
Ουσιαστικό
γαλαζόπετρα θηλυκό
Μεταφράσεις
γαλαζόπετρα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.