φιλοσοφική λίθος

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

φιλοσοφική λίθος < λείπει η ετυμολογία

Πολυλεκτικός όρος

φιλοσοφική λίθος θηλυκό

  1. υποθετική ουσία της οποίας η παραγωγή αποτελούσε τον στόχο της αλχημείας και η οποία θα εξασφάλιζε στον κάτοχό της την αιώνια ζωή, την απόλυτη γνώση και τη δυνατότητα να μετατρέπει σε χρυσό οποιοδήποτε μέταλλο
  2. (μεταφορικά) λέγεται για κάτι που αναζητά κανείς επίμονα στη ζωή του χωρίς ποτέ να μπορεί να πετύχει

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.