φιλοσοφική λίθος
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- φιλοσοφική λίθος < → λείπει η ετυμολογία
Πολυλεκτικός όρος
φιλοσοφική λίθος θηλυκό
- υποθετική ουσία της οποίας η παραγωγή αποτελούσε τον στόχο της αλχημείας και η οποία θα εξασφάλιζε στον κάτοχό της την αιώνια ζωή, την απόλυτη γνώση και τη δυνατότητα να μετατρέπει σε χρυσό οποιοδήποτε μέταλλο
- (μεταφορικά) λέγεται για κάτι που αναζητά κανείς επίμονα στη ζωή του χωρίς ποτέ να μπορεί να πετύχει
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.