λυδία λίθος
Νέα ελληνικά (el)
Πολυλεκτικός όρος
λυδία λίθος θηλυκό
- πέτρωμα μαύρου χρώματος (βασάλτης), με το οποίο μπορούσε να εξακριβωθεί η περιεκτικότητα ενός κράματος σε χρυσό
- (μεταφορικά) είναι ο τρόπος με τον οποίο ελέγχεται, εξακριβώνεται κάτι για τη γνησιότητά του ή την καθολική ισχύ του
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.