λαξευτός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | λαξευτός | η | λαξευτή | το | λαξευτό |
| γενική | του | λαξευτού | της | λαξευτής | του | λαξευτού |
| αιτιατική | τον | λαξευτό | τη | λαξευτή | το | λαξευτό |
| κλητική | λαξευτέ | λαξευτή | λαξευτό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | λαξευτοί | οι | λαξευτές | τα | λαξευτά |
| γενική | των | λαξευτών | των | λαξευτών | των | λαξευτών |
| αιτιατική | τους | λαξευτούς | τις | λαξευτές | τα | λαξευτά |
| κλητική | λαξευτοί | λαξευτές | λαξευτά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- λαξευτός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή λαξευτός < λαξεύ(ω) + -τός
Εκφράσεις
- λαξευτός λίθος
Μεταφράσεις
λαξευτός
|
|
Νέα ελληνικά (el)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | λαξευτός | ἡ | λαξευτή | τὸ | λαξευτόν |
| γενική | τοῦ | λαξευτοῦ | τῆς | λαξευτῆς | τοῦ | λαξευτοῦ |
| δοτική | τῷ | λαξευτῷ | τῇ | λαξευτῇ | τῷ | λαξευτῷ |
| αιτιατική | τὸν | λαξευτόν | τὴν | λαξευτήν | τὸ | λαξευτόν |
| κλητική ὦ! | λαξευτέ | λαξευτή | λαξευτόν | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | λαξευτοί | αἱ | λαξευταί | τὰ | λαξευτᾰ́ |
| γενική | τῶν | λαξευτῶν | τῶν | λαξευτῶν | τῶν | λαξευτῶν |
| δοτική | τοῖς | λαξευτοῖς | ταῖς | λαξευταῖς | τοῖς | λαξευτοῖς |
| αιτιατική | τοὺς | λαξευτούς | τὰς | λαξευτᾱ́ς | τὰ | λαξευτᾰ́ |
| κλητική ὦ! | λαξευτοί | λαξευταί | λαξευτᾰ́ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | λαξευτώ | τὼ | λαξευτᾱ́ | τὼ | λαξευτώ |
| γεν-δοτ | τοῖν | λαξευτοῖν | τοῖν | λαξευταῖν | τοῖν | λαξευτοῖν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- λαξευτός < ελληνιστική κοινή λαξεύ(ω) + -τός
Πηγές
- λαξευτός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- λαξευτός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.