λάδι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | λάδι | τα | λάδια |
| γενική | του | λαδιού | των | λαδιών |
| αιτιατική | το | λάδι | τα | λάδια |
| κλητική | λάδι | λάδια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

ένα μπουκάλι με λάδι ελιάς

συμπλήρωση λαδιού σε μηχανή οχήματος

έργο ζωγραφισμένο με λάδι
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈla.ði/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λά‐δι
- τονικό παρώνυμο: λαδί
Ουσιαστικό
λάδι ουδέτερο
- (τρόφιμο) το έλαιο που παράγεται από τη σύνθλιψη των καρπών του δέντρου της ελιάς, το ελαιόλαδο
- το ορυκτέλαιο
- πρέπει ν' αλλάξω λάδια στη μηχανή
- ο κινητήρας καίει λάδια, πρέπει να του κάνω ρεκτιφιέ
- υγρό για την επάλειψη του δέρματος
- υγρό για την επάλειψη επιφανειών
- (ζωγραφική) η λαδομπογιά
- (ζωγραφική) πίνακας που έχει ζωγραφιστεί με λαδομπογιές
- (αργκό, μεταφορικά) χρηματισμός, δωροδοκία (κυρίως το ποσό)
Εκφράσεις
- βγάζω το λάδι (κάποιου): κουράζω, ταλαιπωρώ κάποιον πάρα πολύ
- μου βγάζει το λάδι: με κουράζει πολύ, με εξουθενώνει
- βγαίνω λάδι: καταφέρνω να αθωωθώ ή να απαλλαχθώ από μια κατηγορία
- καίω λάδια / χάνω λάδια: δεν είμαι στα καλά μου, δε σκέπτομαι ή δεν ενεργώ σωστά
- ρίχνω λάδι στη φωτιά και χύνω λάδι στη φωτιά: οξύνω ακόμη περισσότερο μια ήδη τεταμένη κατάσταση, μια διαμάχη κλπ
- τρεις το λάδι, τρεις το ξίδι και τρεις το λάδι, τρεις το ξίδι κι έξι το λαδόξιδο
- φάε λάδι κι έλα βράδυ
Συνώνυμα
Συγγενικά
Σύνθετα
-
λάδι στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
λάδι
|
ρίχνω λάδι στη φωτιά, χύνω λάδι στη φωτιά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.