αγουρόλαδο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αγουρόλαδο τα αγουρόλαδα
      γενική του αγουρόλαδου των αγουρόλαδων
    αιτιατική το αγουρόλαδο τα αγουρόλαδα
     κλητική αγουρόλαδο αγουρόλαδα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αγουρόλαδο < αγουρό- + -λαδο

Προφορά

ΔΦΑ : /a.ɣuˈɾo.la.ðo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αγουρόλαδο

Ουσιαστικό

αγουρόλαδο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.