λαδομπογιά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | λαδομπογιά | οι | λαδομπογιές |
| γενική | της | λαδομπογιάς | των | λαδομπογιών |
| αιτιατική | τη | λαδομπογιά | τις | λαδομπογιές |
| κλητική | λαδομπογιά | λαδομπογιές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
λαδομπογιά θηλυκό
Συνώνυμα
Συγγενικά
- λαδομπογιατίζω
- → δείτε τις λέξεις λάδι και μπογιά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.