λαδής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | λαδής | η | λαδιά | το | λαδί |
| γενική | του | λαδή & λαδιού |
της | λαδιάς | του | λαδιού (λαδί) |
| αιτιατική | τον | λαδή | τη | λαδιά | το | λαδί |
| κλητική | λαδή | λαδιά | λαδί | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | λαδιοί | οι | λαδιές | τα | λαδιά |
| γενική | των | λαδιών | των | λαδιών | των | λαδιών |
| αιτιατική | τους | λαδιούς | τις | λαδιές | τα | λαδιά |
| κλητική | λαδιοί | λαδιές | λαδιά | |||
| Οι τύποι με γιώτα (-ιού, -ιοί, -ιά, -ιών, ...) προφέρονται με συνίζηση. Και άκλιτο για όλα τα γένη, λαδί. | ||||||
| Κατηγορία όπως «σταχτής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μεταφράσεις
λαδής
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.