λαδόπανο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λαδόπανο τα λαδόπανα
      γενική του λαδόπανου των λαδόπανων
    αιτιατική το λαδόπανο τα λαδόπανα
     κλητική λαδόπανο λαδόπανα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λαδόπανο < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

λαδόπανο ουδέτερο

  • το πανί με το οποίο τυλίγουν το νεοφώτιστο αμέσως μετά τη βάπτιση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.