λαδί

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

λαδί < λάδ(ι) +

Προφορά

ΔΦΑ : /laˈði/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λαδί
τονικό παρώνυμο: λάδι

Ουσιαστικό

λαδί ουδέτερο άκλιτο

  • (χρώμα) το χρώμα του λαδιού, το κιτρινοπράσινο
    Έχει λαδί παντελόνι και λαδιά γραβάτα, αλλά δεν βρίσκει κάλτσες που να ταιριάζουν.

Μεταφράσεις

Επίθετο

λαδί άκλιτο

  • άκλιτος τύπος του λαδής για όλα τα γένη

Κλιτικός τύπος επιθέτου

λαδί

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.