λαδόξιδο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λαδόξιδο τα λαδόξιδα
      γενική του λαδόξιδου των λαδόξιδων
    αιτιατική το λαδόξιδο τα λαδόξιδα
     κλητική λαδόξιδο λαδόξιδα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λαδόξιδο < λάδι + ξίδι

Ουσιαστικό

λαδόξιδο ουδέτερο

τρεις το λάδι, τρεις το ξίδι, έξι το λαδόξιδο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.