λαδάδικο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λαδάδικο τα λαδάδικα
      γενική του λαδάδικου των λαδάδικων
    αιτιατική το λαδάδικο τα λαδάδικα
     κλητική λαδάδικο λαδάδικα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λαδάδικο < λάδ(ι) + -άδικο

Ουσιαστικό

λαδάδικο ουδέτερο

  1. κατάστημα που πουλάει λάδι
  2. κατάστημα που πουλάει λιπαντικά (λάδια) για αυτοκίνητο
  3. (ναυτικός όρος) δεξαμενόπλοιο μεταφοράς λαδιών (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.