λαδορίγανη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | λαδορίγανη | οι | λαδορίγανες |
| γενική | της | λαδορίγανης | των | λαδορίγανων |
| αιτιατική | τη | λαδορίγανη | τις | λαδορίγανες |
| κλητική | λαδορίγανη | λαδορίγανες | ||
| Κατηγορία όπως «ασημόσκονη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
λαδορίγανη θηλυκό
- (γαστρονομία) το μείγμα από ρίγανη μέσα σε ελαιόλαδο που χρησιμοποιείται σαν καρύκευμα σε διάφορα ψητά ή και άλλα φαγώσιμα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη ρίγανη
Μεταφράσεις
λαδορίγανη
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.