λαδοτύρι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | λαδοτύρι | τα | λαδοτύρια |
| γενική | του | λαδοτυριού | των | λαδοτυριών |
| αιτιατική | το | λαδοτύρι | τα | λαδοτύρια |
| κλητική | λαδοτύρι | λαδοτύρια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

λαδοτύρι
Προφορά
- ΔΦΑ : /la.ðoˈti.ɾi/
Ουσιαστικό
λαδοτύρι ουδέτερο
Ομώνυμα / Ομόηχα
Μεταφράσεις
λαδοτύρι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.