λαδοτύρι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λαδοτύρι τα λαδοτύρια
      γενική του λαδοτυριού των λαδοτυριών
    αιτιατική το λαδοτύρι τα λαδοτύρια
     κλητική λαδοτύρι λαδοτύρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
λαδοτύρι

Ετυμολογία

λαδοτύρι < λάδι + τυρί

Προφορά

ΔΦΑ : /la.ðoˈti.ɾi/

Ουσιαστικό

λαδοτύρι ουδέτερο

  1. (τυρί) είδος λιπαρού τυριού από αιγοπρόβειο γάλα που ωριμάζει και συντηρείται μέσα σε λάδι
  2. (σπάνιο) (οικείο) τυρί περιχυμένο με λάδι

Ομώνυμα / Ομόηχα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.