ορυκτέλαιο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ορυκτέλαιο | τα | ορυκτέλαια |
| γενική | του | ορυκτέλαιου | των | ορυκτέλαιων |
| αιτιατική | το | ορυκτέλαιο | τα | ορυκτέλαια |
| κλητική | ορυκτέλαιο | ορυκτέλαια | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ορυκτέλαιο < ορυκτ(ός) + -έλαιο, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική mineral oil[1] → δείτε τις λέξεις mineral και oil
Ουσιαστικό
ορυκτέλαιο ουδέτερο
- (φυσική, χημεία, μηχανολογία) λάδι που προέρχεται από διύλιση αργού πετρελαίου και χρησιμοποιείται κυρίως ως λιπαντικό
Συνώνυμα
- λιπαντέλαιο
- λάδι μηχανής
- γράσο
- μηχανέλαιο
- βαλβολίνη
- μηχανόλαδο
Μεταφράσεις
ορυκτέλαιο
|
Αναφορές
- ορυκτέλαιο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.