λαδάς

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο λαδάς οι λαδάδες
      γενική του λαδά των λαδάδων
    αιτιατική τον λαδά τους λαδάδες
     κλητική λαδά λαδάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λαδάς < λάδι + -άς

Ουσιαστικό

λαδάς αρσενικό

  1. (επάγγελμα) ο έμπορος λαδιού
  2. ο εργατοτεχνίτης υπεύθυνος για το λάδωμα μηχανών

Συνώνυμα

Συγγενικά

  •  δείτε τη λέξη λάδι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.