λαδάς
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | λαδάς | οι | λαδάδες |
| γενική | του | λαδά | των | λαδάδων |
| αιτιατική | τον | λαδά | τους | λαδάδες |
| κλητική | λαδά | λαδάδες | ||
| Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
λαδάς αρσενικό
- (επάγγελμα) ο έμπορος λαδιού
- ο εργατοτεχνίτης υπεύθυνος για το λάδωμα μηχανών
Συνώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη λάδι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.