λαδέμπορος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | λαδέμπορος | οι | λαδέμποροι |
| γενική | του | λαδέμπορου & λαδεμπόρου |
των | λαδέμπορων & λαδεμπόρων |
| αιτιατική | τον | λαδέμπορο | τους | λαδέμπορους & λαδεμπόρους |
| κλητική | λαδέμπορε | λαδέμποροι | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. Δείτε και την κλίση του λαδέμπορας. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- λαδέμπορος < λαδ- + -έμπορος
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
λαδέμπορος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.