oil

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
oil oils

oil (en)

  1. (μη μετρήσιμο) το πετρέλαιο
    crude oil - ακάθαρτο πετρέλαιο
  2. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) το έλαιο, το λάδι
    I drizzled oil into the lock.
    Έσταξα λάδι στην κλειδαριά.

Ρήμα

ενεστώτας oil
γ΄ ενικό ενεστώτα oils
αόριστος oiled
παθητική μετοχή oiled
ενεργητική μετοχή oiling

oil (en)

  • λαδώνω
    Oil the door, because it creaks.
    Λάδωσε την πόρτα, γιατί τρίζει.
    They’re oiling the pan so it doesn’t stick.
    Λαδώνουν το ταψί για να μην κολλάει.
    Oil my engine chain.
    Λάδωσέ μου την αλυσίδα της μηχανής.

Πηγές



Παλαιά γαλλικά (fro)

Ουσιαστικό

oil αρσενικό

 δείτε τη λέξη oeil
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.