λαδερός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λαδερός η λαδερή το λαδερό
      γενική του λαδερού της λαδερής του λαδερού
    αιτιατική τον λαδερό τη λαδερή το λαδερό
     κλητική λαδερέ λαδερή λαδερό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λαδεροί οι λαδερές τα λαδερά
      γενική των λαδερών των λαδερών των λαδερών
    αιτιατική τους λαδερούς τις λαδερές τα λαδερά
     κλητική λαδεροί λαδερές λαδερά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

λαδερός < λαδ- (< λάδι) + -ερός

Προφορά

ΔΦΑ : /la.ðeˈɾos/αρσενικό
ΔΦΑ : /la.ðeˈɾi/ θηλυκό
ΔΦΑ : /la.ðeˈɾo/ ουδέτερο

Επίθετο

λαδερός

  1. που έχει πολύ λάδι
     συνώνυμα: ελαιώδης
  2. (μαγειρική) που έχει παρασκευαστεί μόνο με λάδι, χωρίς την προσθήκη βουτύρου
    τα φασολάκια και οι μπάμιες είναι τα κατεξοχήν λαδερά φαγητά

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.