λαδο-
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- λαδο- < λάδι
Σύνθετα
- λαδέμπορας και λαδέμπορος
- λαδόκολλα
- λαδολέμονο
- λαδομπογιά
- λαδομπογιαντίζομαι και λαδομπογιατίζομαι
- λαδομπογιαντίζω και λαδομπογιατίζω
- λαδόξιδο
- λαδόπανο
- λαδορίγανη
- λαδοτύρι
- λαδόχαρτο
- λαδόψωμο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.