λαδώνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

λαδώνω < λάδι + -ώνω

Προφορά

ΔΦΑ : /laˈðo.no/

Ρήμα

λαδώνω

  1. αλείφω με λάδι
    λαδώνετε καλά ένα ταψί
  2. λιπαίνω μηχανή με ορυκτέλαιο
  3. λεκιάζω με λάδι
    χθες λάδωσα το πουκάμισό μου
  4. (αργκό) δίνω σε κάποιον χρήματα για να με ευνοήσει σε κάτι
     συνώνυμα: δωροδοκώ
    προσπάθησε να λαδώσει τον δικαστή αλλά δεν τα κατάφερε
  5. (θρησκεία) αλείφω με λάδι το παιδί που βαφτίζω
     συνώνυμα: βαφτίζω

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.