αλάδωτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αλάδωτος η αλάδωτη το αλάδωτο
      γενική του αλάδωτου της αλάδωτης του αλάδωτου
    αιτιατική τον αλάδωτο την αλάδωτη το αλάδωτο
     κλητική αλάδωτε αλάδωτη αλάδωτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αλάδωτοι οι αλάδωτες τα αλάδωτα
      γενική των αλάδωτων των αλάδωτων των αλάδωτων
    αιτιατική τους αλάδωτους τις αλάδωτες τα αλάδωτα
     κλητική αλάδωτοι αλάδωτες αλάδωτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αλάδωτος < στερητικό α- + λαδώνω

Επίθετο

αλάδωτος

  1. που δεν έχει λαδωθεί
    • που δεν του έχει προστεθεί λάδι
    • που δεν αλείφτηκε με λάδι
      πιάσε ένα σουβλάκι σε αλάδωτη πίτα
    • που δεν έχει λιπανθεί με λάδι
    • που δεν έχει δωροδοκηθεί
  2. (οικείο) μη Χριστιανός, αβάπτιστος


Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.