αλάδωτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αλάδωτος | η | αλάδωτη | το | αλάδωτο |
| γενική | του | αλάδωτου | της | αλάδωτης | του | αλάδωτου |
| αιτιατική | τον | αλάδωτο | την | αλάδωτη | το | αλάδωτο |
| κλητική | αλάδωτε | αλάδωτη | αλάδωτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αλάδωτοι | οι | αλάδωτες | τα | αλάδωτα |
| γενική | των | αλάδωτων | των | αλάδωτων | των | αλάδωτων |
| αιτιατική | τους | αλάδωτους | τις | αλάδωτες | τα | αλάδωτα |
| κλητική | αλάδωτοι | αλάδωτες | αλάδωτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
αλάδωτος
- που δεν έχει λαδωθεί
- που δεν του έχει προστεθεί λάδι
- που δεν αλείφτηκε με λάδι
- πιάσε ένα σουβλάκι σε αλάδωτη πίτα
- που δεν έχει λιπανθεί με λάδι
- που δεν έχει δωροδοκηθεί
- (οικείο) μη Χριστιανός, αβάπτιστος
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.