λαδιά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | λαδιά | οι | λαδιές |
| γενική | της | λαδιάς | των | λαδιών |
| αιτιατική | τη | λαδιά | τις | λαδιές |
| κλητική | λαδιά | λαδιές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /laˈðʝa/
Ουσιαστικό
λαδιά θηλυκό
Αντώνυμα
- αλαδιά
- αλαδία
Μεταφράσεις
λαδιά
|
|
Αναφορές
- λαδιά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.