κορόνα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κορόνα | οι | κορόνες |
| γενική | της | κορόνας | των | κορονών |
| αιτιατική | την | κορόνα | τις | κορόνες |
| κλητική | κορόνα | κορόνες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κορόνα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κορόνα < ιταλική corona < λατινική corona < αρχαία ελληνική κορώνη (αντιδάνειο)
- (νόμισμα) < (άμεσο δάνειο) ιταλική corona (αντιδάνειο) όπως στην σημασία: στέμμα
- (μουσική) < (άμεσο δάνειο) ιταλική corona για την ομοιότητα του σχήματος[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /koˈɾo.na/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κο‐ρό‐να

χρυσή βασιλική κορόνα

σουηδικό κέρμα των δέκα κορονών (1991)

οδοντική κορόνα
Ουσιαστικό
κορόνα θηλυκό
- το στέμμα του βασιλιά
- ↪ φοράει χρυσή κορόνα
- (μεταφορικά) πολύτιμος, πολυαγαπημένος
- ↪ Την αγαπούσε πολύ. Κορόνα στο κεφάλι του την είχε, τίποτα δεν της έλειπε.
- (μουσική)
Μουσικό σημάδι κορόνας (ιταλικά: fermata).- μουσικό σημάδι σε παρτιτούρα που παρατείνει τη διάρκεια μιας νότας (κατά βούληση του εκτελεστή, συνήθως με διπλασιασμό)
- πολύ ψηλός φθόγγος σε τραγούδι, που συνήθως έχει και σημάδι κορόνας δίνοντας την ευκαιρία στον τραγουδιστή να αναδείξει τη μεγάλη έκταση της φωνής του
- (μεταφορικά, για λόγο, ομιλία, και ειρωνικό) σημείο εντυπωσιασμού, πομπώδες ύφος
- (νόμισμα) νομισματική μονάδα διαφόρων χωρών
- ↪ κορόνα Σουηδίας
- (νόμισμα, προφορικό ο εμπροσθότυπος νομίσματος που έχει την παράσταση στέμματος, ή πορτρέτο μονάρχη, ή άλλο σύμβολο
- στην έκφραση: κορόνα γράμματα
- ≠ αντώνυμα: γράμματα
- (οδοντιατρική) θήκη για δόντι
- ↪ κορόνα δοντιού
- (αστρονομία) η εξωτερική στιβάδα της ατμόσφαιρας ενός αστέρα
Εκφράσεις
- κορόνα γράμματα: εντελώς τυχαία και με μεγάλο ρίσκο
- κορόνα ή γράμματα: παιχνίδι τύχης με νόμισμα
Συγγενικά
- κοροναδίτης
- κορονάτος
- κορονέλλα
- κορονιάζω
- κορονίλλα
- κορονίτσα
- κορονοϊός
- κορονούλα
Μεταφράσεις
στέμμα
Αναφορές
- κορόνα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- λήμμα «κορώνα» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- κορώνα - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- κορόνα < (άμεσο δάνειο) λατινική corona < αρχαία ελληνική κορώνη (αντιδάνειο)[1]
Ουσιαστικό
κορόνα θηλυκό
- κουρούνα (για το νόμισμα)
Κλιτικοί τύποι
- κορόναν, κορόνα (αιτιατική ενικού)
- κορόνες (πληθυντικός)
Συγγενικά
- κορονάτος
Αναφορές
- κορόνα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
- κορόνα - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.