στέμμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | στέμμα | τα | στέμματα |
| γενική | του | στέμματος | των | στεμμάτων |
| αιτιατική | το | στέμμα | τα | στέμματα |
| κλητική | στέμμα | στέμματα | ||
| Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- στέμμα < → λείπει η ετυμολογία

το ηλιακό στέμμα κατά τη διάρκεια μιας έκλειψης
Ουσιαστικό
στέμμα ουδέτερο
- το διάδημα που φοράει ένας μονάρχης ως σύμβολο της εξουσίας του
- η βασιλική εξουσία, ως θεσμός και φορέας
- αυτά τα κτήματα είναι ιδιοκτησία του Στέμματος
- ηλιακό στέμμα: η ατμόσφαιρα του ήλιου και άλλων άστρων που αποτελείται από πλάσμα
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.