στέμμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το στέμμα τα στέμματα
      γενική του στέμματος των στεμμάτων
    αιτιατική το στέμμα τα στέμματα
     κλητική στέμμα στέμματα
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

στέμμα < λείπει η ετυμολογία
το ηλιακό στέμμα κατά τη διάρκεια μιας έκλειψης

Ουσιαστικό

στέμμα ουδέτερο

  1. το διάδημα που φοράει ένας μονάρχης ως σύμβολο της εξουσίας του
  2. η βασιλική εξουσία, ως θεσμός και φορέας
    αυτά τα κτήματα είναι ιδιοκτησία του Στέμματος
  3. ηλιακό στέμμα: η ατμόσφαιρα του ήλιου και άλλων άστρων που αποτελείται από πλάσμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.