κορώνη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κορώνη | οι | κορώνες |
| γενική | της | κορώνης | των | κορωνών |
| αιτιατική | την | κορώνη | τις | κορώνες |
| κλητική | κορώνη | κορώνες | ||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κορώνη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κορώνη
Ουσιαστικό
κορώνη θηλυκό
Μεταφράσεις
(ναυτικός όρος)
|
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | κορώνη | αἱ | κορῶναι |
| γενική | τῆς | κορώνης | τῶν | κορωνῶν |
| δοτική | τῇ | κορώνῃ | ταῖς | κορώναις |
| αιτιατική | τὴν | κορώνην | τὰς | κορώνᾱς |
| κλητική ὦ! | κορώνη | κορῶναι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κορώνᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | κορώναιν | ||
| 1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'γνώμη' όπως «γνώμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κορώνη < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *(s)ker-
Πηγές
- κορώνη - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κορώνη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.