κορυφαίος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κορυφαίος | η | κορυφαία | το | κορυφαίο |
| γενική | του | κορυφαίου | της | κορυφαίας | του | κορυφαίου |
| αιτιατική | τον | κορυφαίο | την | κορυφαία | το | κορυφαίο |
| κλητική | κορυφαίε | κορυφαία | κορυφαίο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κορυφαίοι | οι | κορυφαίες | τα | κορυφαία |
| γενική | των | κορυφαίων | των | κορυφαίων | των | κορυφαίων |
| αιτιατική | τους | κορυφαίους | τις | κορυφαίες | τα | κορυφαία |
| κλητική | κορυφαίοι | κορυφαίες | κορυφαία | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
κορυφαίος, -α, -ο
- αυτός που βρίσκεται στο ανώτερο σημείο μιας ιεραρχικής βαθμίδας ή αξιολογικής κλίμακας
- κορυφαία προσωπικότητα, κορυφαίος επιστήμων
Ουσιαστικό
κορυφαίος αρσενικό, κορυφαία θηλυκό
- (στην αρχαία ελληνική τραγωδία) ο επικεφαλής, ο προεξάρχων του χορού που διευθύνει το χορό στο ρυθμό των ασμάτων και της όρχησης και συμμετέχει στα διαλογικά μέρη με τους υποκριτές ως εκπρόσωπος του χορού
Συγγενικά
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.