αστέρας

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αστέρας < αρχαία ελληνική ἀστήρ

Ουσιαστικό

αστέρας αρσενικό

  1. αυτόφωτο ουράνιο σώμα
    πολικός αστέρας
  2. σύμβολο ποιότητας
    κονιάκ πέντε αστέρων
    ξενοδοχείο τριών αστέρων
  3. διασημότητα του κινηματογράφου
    αστέρας του Χόλιγουντ

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.