αστέρας
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αστέρας < αρχαία ελληνική ἀστήρ
Ουσιαστικό
αστέρας αρσενικό
- αυτόφωτο ουράνιο σώμα
- πολικός αστέρας
- σύμβολο ποιότητας
- κονιάκ πέντε αστέρων
- ξενοδοχείο τριών αστέρων
- διασημότητα του κινηματογράφου
- αστέρας του Χόλιγουντ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.