γράμματα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- γράμματα < πληθυντικός αριθμός του γράμμα
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈɣɾa.ma.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γράμ‐μα‐τα
Ουσιαστικό
γράμματα ουδέτερο στον πληθυντικό
- το συνολικό έργο της λογοτεχνίας και της επιστήμης
- ↪τα γράμματα και οι τέχνες
- η μόρφωση
- ↪ μάθε παιδί μου γράμματα
- ο γραφικός χαρακτήρας
- ↪ τι γράμματα είναι αυτά που κάνεις!
- (παρωχημένο) οι τίτλοι ή / και οι υπότιτλοι μιας ταινίας ή εκπομπής
- ↪ χασάπη, γράμματα! (μην κόβεις τους υπότιτλους)
- (νόμισμα) ο οπισθότυπος ενός νομίσματος, που αναγράφει την αξία του
- στην έκφραση: κορόνα γράμματα
- ≠ αντώνυμα: κορόνα
Εκφράσεις
- (παρωχημένο) και γράμματα γνωρίζω: φράση που χρησιμοποιείται στο τέλος καταθέσεων μαρτύρων με σκοπό να επιβεβαιώνεται ότι αυτό που υπογράφουν το έχουν διαβάσει
- κορόνα ή γράμματα : οι δύο όψεις του νομίσματος που χρησιμοποιούνται σε παιχνίδι τύχης
- παίζω κάτι κορόνα γράμματα : ρισκάρω, ριψοκινδυνεύω
- τα πρώτα γράμματα : οι στοιχειώδεις γνώσεις
- τώρα στα γεράματα μάθε γέρο γράμματα
Αρχαία ελληνικά (grc)
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του γράμμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.