γράμματα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

γράμματα < πληθυντικός αριθμός του γράμμα

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈɣɾa.ma.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γράμματα

Ουσιαστικό

γράμματα ουδέτερο στον πληθυντικό

  1. το συνολικό έργο της λογοτεχνίας και της επιστήμης
    τα γράμματα και οι τέχνες
  2. η μόρφωση
    μάθε παιδί μου γράμματα
  3. ο γραφικός χαρακτήρας
    τι γράμματα είναι αυτά που κάνεις!
  4. (παρωχημένο) οι τίτλοι ή / και οι υπότιτλοι μιας ταινίας ή εκπομπής
    χασάπη, γράμματα! (μην κόβεις τους υπότιτλους)
  5. (νόμισμα) ο οπισθότυπος ενός νομίσματος, που αναγράφει την αξία του
    στην έκφραση: κορόνα γράμματα
     αντώνυμα: κορόνα

Εκφράσεις

  • (παρωχημένο) και γράμματα γνωρίζω: φράση που χρησιμοποιείται στο τέλος καταθέσεων μαρτύρων με σκοπό να επιβεβαιώνεται ότι αυτό που υπογράφουν το έχουν διαβάσει
  • κορόνα ή γράμματα : οι δύο όψεις του νομίσματος που χρησιμοποιούνται σε παιχνίδι τύχης
  • παίζω κάτι κορόνα γράμματα : ρισκάρω, ριψοκινδυνεύω
  • τα πρώτα γράμματα : οι στοιχειώδεις γνώσεις
  • τώρα στα γεράματα μάθε γέρο γράμματα

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού



Αρχαία ελληνικά (grc)

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.