νομισματικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νομισματικός η νομισματική το νομισματικό
      γενική του νομισματικού της νομισματικής του νομισματικού
    αιτιατική τον νομισματικό τη νομισματική το νομισματικό
     κλητική νομισματικέ νομισματική νομισματικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νομισματικοί οι νομισματικές τα νομισματικά
      γενική των νομισματικών των νομισματικών των νομισματικών
    αιτιατική τους νομισματικούς τις νομισματικές τα νομισματικά
     κλητική νομισματικοί νομισματικές νομισματικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

νομισματικός < νομισματ- (< νόμισμα) + -ικός

Προφορά

ΔΦΑ : /no.mi.zma.tiˈkos/ αρσενικό
ΔΦΑ : /no.mi.zma.tiˈci/ θηλυκό
ΔΦΑ : /no.mi.zma.tiˈko/ ουδέτερο

Επίθετο

νομισματικός, -ή, -ό

  • που σχετίζεται με το νόμισμα είτε ως μέσο συναλλαγών είτε ως αντικείμενο

Συγγενικά

Σύνθετα

Πολυλεκτικοί όροι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.