πολυαγαπημένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πολυαγαπημένος η πολυαγαπημένη το πολυαγαπημένο
      γενική του πολυαγαπημένου της πολυαγαπημένης του πολυαγαπημένου
    αιτιατική τον πολυαγαπημένο την πολυαγαπημένη το πολυαγαπημένο
     κλητική πολυαγαπημένε πολυαγαπημένη πολυαγαπημένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πολυαγαπημένοι οι πολυαγαπημένες τα πολυαγαπημένα
      γενική των πολυαγαπημένων των πολυαγαπημένων των πολυαγαπημένων
    αιτιατική τους πολυαγαπημένους τις πολυαγαπημένες τα πολυαγαπημένα
     κλητική πολυαγαπημένοι πολυαγαπημένες πολυαγαπημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πολυαγαπημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου πολυαγαπώ

Μετοχή

πολυαγαπημένος, -η, -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.