κορώνα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κορώνα | οι | κορώνες |
| γενική | της | κορώνας | των | κορωνών |
| αιτιατική | την | κορώνα | τις | κορώνες |
| κλητική | κορώνα | κορώνες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κορώνα < μεσαιωνική ελληνική κορόνα < ιταλική corona < λατινική corōna < αρχαία ελληνική κορώνη (αντιδάνειο), με ωμέγα όπως στα αρχαία ελληνικά[1][2] Δείτε την καθιερωμένη γραφή κορόνα[3]
Προφορά
- ΔΦΑ : /koˈɾo.na/
Μεταφράσεις
κορώνα
|
→ δείτε τη λέξη κορόνα |
Αναφορές
- λήμμα «κορώνα» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- λήμμα «κορώνα» - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
- κορόνα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.