ψηλός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ψηλός | η | ψηλή | το | ψηλό |
| γενική | του | ψηλού | της | ψηλής | του | ψηλού |
| αιτιατική | τον | ψηλό | την | ψηλή | το | ψηλό |
| κλητική | ψηλέ | ψηλή | ψηλό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ψηλοί | οι | ψηλές | τα | ψηλά |
| γενική | των | ψηλών | των | ψηλών | των | ψηλών |
| αιτιατική | τους | ψηλούς | τις | ψηλές | τα | ψηλά |
| κλητική | ψηλοί | ψηλές | ψηλά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ψηλός < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ψηλός < αρχαία ελληνική ὑψηλός < ὕψος
Προφορά
- ΔΦΑ : /psiˈlos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ψη‐λός
- ομόηχο: ψιλός
- τονικά παρώνυμα: ψήλος, ψύλλος
Επίθετο
ψηλός, -ή, -ό
Αντώνυμα
Σύνθετα
- ψηλο- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα ψηλο- στο Βικιλεξικό
όπως ενδεικτικά
Μεταφράσεις
άνθρωπος ή ζώο με μεγάλο ανάστημα
αντικείμενο με μεγάλο ύψος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.