θήκη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η θήκη οι θήκες
      γενική της θήκης των θηκών
    αιτιατική τη θήκη τις θήκες
     κλητική θήκη θήκες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

θήκη < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική θήκη < τίθημι

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈθi.ci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: θήκη

Ουσιαστικό

θήκη θηλυκό

Συγγενικά

 ετυμολογικό πεδίο 
θηκ- 

ρήματα, και τα συγγενικά τους

θηκ-

Μεταφράσεις

Πηγές



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

θήκη < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική θήκη < τίθημι

Ουσιαστικό

θήκη θηλυκό

  1. θήκη
  2. αποθήκη
  3. χώρος αποθήκευσης νερού
  4. περιουσία, ταμείο

Συγγενικά

 ετυμολογικό πεδίο 
θηκ- 
  • -θήκη Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με επίθημα -θήκη στο Βικιλεξικό
  • ἀγγοθήκιον
  • ἀνυποθηκάριος
  • ἀνυπόθηκος
  • ἀνυποθήκως
  • ἀποθηκάρης
  • ἀποθηκάριν
  • ἀποθηκάριος
  • βιβλιοθηκάριος
  • βρομοθηκάρα
  • διαθήκιον
  • διαθηκοπαράδοσις
  • διαθηκῷος
  • διαθήκως
  • ἐνδιαθηκῷος
  • ἐνδιαθήκως
  • ἐνυποθηκάριος
  • ἐνυπόθηκος
  • ἐπιθηκάριος
  • εὐένθηκος
  • ἡμιθηκάριον
  • ἡμιθήκιον
  • θηκάριν, θηκάριον
  • θηκιάζω
  • ξεθηκαρώνω
  • παραθηκαρία
  • παραθηκάριος
  • παραθηκοφύλαξ
  • παρακαταθηκάριος
  • προσθηκίτζα
  • παρασυνθήκως

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

ζητούμενο λήμμα

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.