έκλειψη

Νέα ελληνικά (el)

Έκλειψη σελήνης.
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η έκλειψη οι εκλείψεις
      γενική της έκλειψης* των εκλείψεων
    αιτιατική την έκλειψη τις εκλείψεις
     κλητική έκλειψη εκλείψεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εκλείψεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

έκλειψη < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἔκλειψις < ἐκλείπω < λείπω

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈe.kli.psi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: έκλειψη

Ουσιαστικό

έκλειψη θηλυκό

  • (αστρονομία) το φαινόμενο κατά το οποίο ένα ουράνιο σώμα εισέρχεται στη σκιά ενός άλλου ουράνιου σώματος, με αποτέλεσμα να χάνει μέρος της φωτεινότητάς του ή να μην μπορεί να παρατηρηθεί ολόκληρο ή μέρος του

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.