θυρεός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο θυρεός οι θυρεοί
      γενική του θυρεού των θυρεών
    αιτιατική τον θυρεό τους θυρεούς
     κλητική θυρεέ θυρεοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ο θυρεός της ηγεμονίας της Σάμου

Ετυμολογία

θυρεός < αρχαία ελληνική θυρεός < θύρα

Προφορά

ΔΦΑ : /θi.ɾeˈos/

Ουσιαστικό

θυρεός αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.