καπάκι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καπάκι τα καπάκια
      γενική του καπακιού των καπακιών
    αιτιατική το καπάκι τα καπάκια
     κλητική καπάκι καπάκια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
βαζάκι με το καπάκι του

Ετυμολογία

καπάκι < (άμεσο δάνειο) τουρκική kapak + < παλαιά τουρκική kapak / kapgak < πρωτοτουρκική *Kap- ‎(κάλυμμα)

Προφορά

ΔΦΑ : /kaˈpa.ci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: καπάκι

Ουσιαστικό

καπάκι ουδέτερο

  1. (κουζινικά) κάλυμμα δοχείου, σκεύους κ.λπ.
    Δεν κλείνεις καλά το καπάκι της μαρμελάδας πριν τη βάλεις στο ψυγείο;
     συνώνυμα: πώμα, τάπα, βούλωμα
  2. (συνεκδοχικά) η οθόνη του φορητού υπολογιστή (συμπεριλαμβανομένου του πλαισίου της)
    έχει βάλει ένα σωρό αυτοκόλλητα στο καπάκι του λάπτοπ του
  3. (μουσικό όργανο) η επίπεδη επιφάνεια ενός μουσικού οργάνου που ταλαντώνεται από τις χορδές και ενισχύει τον ήχο
    το καπάκι αυτής της κιθάρας είναι φτιαγμένο από μασίφ έλατο
  4. (ιστορία, Τουρκοκρατία, συχνά στον πληθυντικό) οι (προσωρινές) συμφωνίες που κλεινόταν μυστικά με τους Τούρκους από οπλαρχηγούς κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας
      Αὕτη ἡ συνθήκη ἐμπόδισεν τὴν ὁρμὴν τῶν ἐξαγριωμένων Τούρκων πρὸς καιρὸν καὶ ἔδωσεν αἰτίαν ὅλων τῶν Καπιταναίων νὰ βαστήξουν κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπον εἰς τὰ σύνορα τὴν ὁρμήν. Ἀπ’ ἐδῶ ἄρχισεν τὸ λεγόμενον ἀπὸ τοὺς Καπιταναίους καπάκι. (Νικόλαος Κασομούλης, Ενθυμήματα στρατιωτικά της Επαναστάσεως των Ελλήνων 1821–1833, εισαγωγή και σημειώσεις: Γιάννης Βλαχογιάννης, Χορηγία Παγκείου Επιτροπής, τ. 1, Αθήνα 1939, σελ. 141)
      Πάντως ο συμβιβασμός αυτός, προς καιρόν, εμπόδισε την ορμή των εξαγριωμένων Τούρκων. Κι έτσι αρχίζουν τα λεγόμενα «Καπάκια» ανάμεσα Τούρκων και Στορνάρη, δηλαδή προσωρινές συμφωνίες, έως ότου περάσει το κακό. (Νικόλαος Γιαννούλης, Το Αρματολίκι του Ασπροποτάμου κι οι Στορναραίοι, εκδ. Ε.Μ.Ο.Τ. (Εκδρομικός & Μορφωτικός Όμιλος Τρικάλων), Αθήνα 1981, σελ. 51.)

Επίρρημα

καπάκι

Εκφράσεις

  • γυρίζω / φέρνω καπάκι: αναποδογυρίζω, ανατρέπω, αντιστρέφω, τουμπάρω
  • κύλησε ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι: για περιπτώσεις που γίνεται φανερό ότι δυο άνθρωποι συμφωνούν σε πολλά, ταιριάζουν σε μεγάλο βαθμό (λέγεται με αρνητική σημασία)
    ταυτόσημα: βρήκε ο Φίλιππος τον Ναθαναήλ

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.