Τουρκοκρατία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Τουρκοκρατία οι Τουρκοκρατίες
      γενική της Τουρκοκρατίας των Τουρκοκρατιών
    αιτιατική την Τουρκοκρατία τις Τουρκοκρατίες
     κλητική Τουρκοκρατία Τουρκοκρατίες
Κανονικά στον ενικό.
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Τουρκοκρατία < τουρκοκρατία < Τούρκ(ος) + -ο- + -κρατία

Προφορά

ΔΦΑ : /tuɾ.ko.kɾaˈti.a/

Ουσιαστικό

Τουρκοκρατία θηλυκό

  • (ιστορία) η περίοδος τουρκοκρατίας στην ελληνική ιστορία (1453-1821 που άρχισε και νωρίτερα από την άλωση της Κωνσταντινούπολης για ορισμένες περιοχές)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.