μαρμελάδα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μαρμελάδα | οι | μαρμελάδες |
| γενική | της | μαρμελάδας | των | μαρμελάδων |
| αιτιατική | τη | μαρμελάδα | τις | μαρμελάδες |
| κλητική | μαρμελάδα | μαρμελάδες | ||
| Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μαρμελάδα < (άμεσο δάνειο) γαλλική marmelade < πορτογαλική marmelada < marmelo (= κυδώνι) < λατινική melimelum < ελληνιστική κοινή μελίμηλον (= γλυκόμηλο) (αντιδάνειο)

βάζα με μαρμελάδα μανταρίνι
Προφορά
- ΔΦΑ : /maɾ.meˈla.ða/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μαρ‐με‐λά‐δα
Ουσιαστικό
μαρμελάδα θηλυκό
- (γαστρονομία) πολτώδες γλυκό παρασκεύασμα φτιαγμένο από βρασμένα φρούτα και ζάχαρη
- ↪ Για φαγητό μάς φέρανε τσάι με γάλα και μαρμελάδα. (Έλλη Παπαδημητρίου, O κοινός λόγος, α΄ τόμος, 2003)
Σύνθετα
-
μαρμελάδα στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
μαρμελάδα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.