παλαιά τουρκικά
Νέα ελληνικά (el)
Ουσιαστικό
παλαιά τουρκικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (γλώσσα) τουρκική γλώσσα που μιλήθηκε από τον 7ο έως τον 13ο αιώνα
Συνώνυμα
- αρχαία τουρκικά, αρχαία τουρκική
Σημειώσεις
- κωδικός γλώσσας: otk
- τουρκικά
- παλαιά τουρκική της Ανατολίας
Μεταφράσεις
παλαιά τουρκικά
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.