κάλυμμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κάλυμμα | τα | καλύμματα |
| γενική | του | καλύμματος | των | καλυμμάτων |
| αιτιατική | το | κάλυμμα | τα | καλύμματα |
| κλητική | κάλυμμα | καλύμματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κάλυμμα < αρχαία ελληνική καλύπτω
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈka.li.ma/
Ουσιαστικό
κάλυμμα ουδέτερο
- καθετί που καλύπτει κάποιο έπιπλο ή άλλο αντικείμενο
- (οικονομία) το απόθεμα σε συνάλλαγμα ή παλαιότερα σε χρυσό (πια παγκοσμίως υπάρχει κεφαλαιουχικά αμελητέος αριθμός ράβδων και σαφέστατα δεν παρέχουν κάλυμμα) που διαθέτει μια εκδοτική τράπεζα και χρησιμοποιείται σαν εγγύηση για το νόμισμα που εκδίδει
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.